-
1 ενδιαφέρον
(-οντος) τό интерес, заинтересованность;δείχνω ( — или επιδεικνύω) ενδιαφέρον — проявлять интерес;
παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον ( — или μετ' ενδιαφέροντος) — наблюдать, следить за чём-л. со вниманием, с интересом;
έχω ( — или παρουσιάζω) ενδιαφέρον — представлять интерес;
έχω ενδιαφέρον εις τι — быгь заинтересованным в чём-л.;
προκαλώ το ενδιαφέρον (γιά κάτι) — вызывать интерес, возбуждать интерес (к чему-л.); — интересовать, заинтересовывать (чём-л.)
-
2 ενδιαφέρον
[эндьяфэрон] ουσ. о. интерес.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ενδιαφέρον
-
3 ενδιαφέρον
[эндьяфэрон] ουσ ο интерес. -
4 ενδιαφέρον
intérêt -
5 ενδιαφέρον
1) interes (m) rzecz.2) oprocentowanie (n) rzecz.3) zainteresowanie (n) rzecz. -
6 ενδιαφέρον
1) prospěch2) úrok3) zájem4) zajímavost5) zisk -
7 ενδιαφέρον
1) concern2) interestΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ενδιαφέρον
-
8 alaka
ενδιαφέρον -
9 ilgileniş
ενδιαφέρον, μέριμνα, ενασχόληση -
10 интерес
интерес м το ενδιαφέρον с \интересом με ενδιαφέρον в \интересах мира για την ειρήνη; вызы вать \интерес προκαλώ το ενδιαφέ ρον* * *мτο ενδιαφέρον,с интере́сом — με ενδιαφέρον
в интере́са́х ми́ра — για την ειρήνη
вызыва́ть интере́с — προκαλώ το ενδιαφέρον
-
11 заинтересовать
заинтересовать, заинтересовывать ενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ (или προκαλώ) την προσοχή это меня заинтересовало αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου* * *= заинтересовыватьενδιαφέρω, κινώ το ενδιαφέρον, τραβώ ( или προκαλώ) την προσοχήэ́то меня́ заинтересова́ло — αυτό κίνησε το ενδιαφέρον μου
-
12 интерес
интересм1. τό ἐνδιαφέρον, τό συμφέρον:возбуждать \интерес κ чему-л. προκαλώ τό ἐνδιαφέρον γιά κάτι· проявлять \интерес ἐπιδεικνύω ἐνδιαφέρον это не представляет \интереса αὐτό δέν παρουσιάζει ἐνδιαφέρον в ваших \интересах εἶναι προς τό συμφέρον σας· какой мне \интерес? τί συμφέρον ἔχω;·2. \интересы мн. τά ἐνδιαφέροντα, τά συμφέροντα:жизненные \интересы τά ζωτικά συμφέροντα· духовные \интересы τά πνευματικά ἐνδιαφέροντα. -
13 interest
['intrəst, ]( American[) 'intərist] 1. noun1) (curiosity; attention: That newspaper story is bound to arouse interest.) ενδιαφέρον2) (a matter, activity etc that is of special concern to one: Gardening is one of my main interests.) ενδιαφέρον3) (money paid in return for borrowing a usually large sum of money: The (rate of) interest on this loan is eight per cent; ( also adjective) the interest rate.) τόκος4) ((a share in the ownership of) a business firm etc: He bought an interest in the night-club.) μερίδιο5) (a group of connected businesses which act together to their own advantage: I suspect that the scheme will be opposed by the banking interest (= all the banks acting together).) (ομάδα με κοινά)συμφέροντα2. verb1) (to arouse the curiosity and attention of; to be of importance or concern to: Political arguments don't interest me at all.) ενδιαφέρω2) ((with in) to persuade to do, buy etc: Can I interest you in (buying) this dictionary?) κινώ το ενδιαφέρον•- interesting
- interestingly
- in one's own interest
- in one's interest
- in the interests of
- in the interest of
- lose interest
- take an interest -
14 вызвать
вызвать 1) καλώ, προσκα λώ, φωνάζω \вызватьврача φώναζα το γιατρό· \вызватьтакси καλώ τα ξί· \вызвать по телефону καλώ στο τηλέφωνο 2) (возбудить) διεγείρω, προκαλώ· \вызвать интерес προκαλώ ενδιαφέρον 3): \вызвать на состязание (на соревнование) καλώ σε αγώνα ( σε άμιλλα)* * *1) καλώ, προσκαλώ, φωνάζωвы́звать врача́ — φωνάζω το γιατρό
вы́звать такси́ — καλώ ταξί
вы́звать по телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο
2) ( возбудить) διεγείρω προκαλώвы́звать интере́с — προκαλώ ενδιαφέρον
3)вы́звать на состяза́ние (на соревнова́ние) — καλώ σε αγώνα (σε άμιλλα)
-
15 интересно
интересно: если вам \интересно αν σας ενδιαφέρει; это \интересно είναι ενδιαφέρον* * *е́сли вам интере́сно — αν σας ενδιαφέρει
э́то интере́сно — είναι ενδιαφέρον
-
16 интересовать
интересовать ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρον меня интересует... μ'ενδιαφέρει... \интересоваться ενδιαφέρομαι* * *ενδιαφέρω, προκαλώ το ενδιαφέρονменя́ интересу́ет... интересова́ть — μ'ενδιαφέρει…
-
17 чем
I чем Ι те. п. от что Ι II чем II союз 1) από» παρά· книга интереснее, чем журнал το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό* лучше поздно, чем никогда κάλλιο αργά пара, ποτέ; \чем скорее, тем лучше όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο 2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...) ◇ \чем... тем... όσο... τόσο... II чем дат. л. от что I* * *I тв. п. от что I II союз1) από, παράкни́га интере́снее, чем журна́л — το βιβλίο είναι πιο ενδιαφέρον από το περιοδικό
лу́чше по́здно, чем никогда́ — κάλλιο αργά παρά ποτέ
чем скоре́е, тем лу́чше — όσο γρηγορότερα τόσο το καλύτερο
2) (вместо того, чтобы) αντίς (να...)••чем... тем —... όσο... τόσο…
-
18 остывать
остыватьнесов, остыть сов1. κρυώνω·2. перен ψυχραίνομαι, κρυώνω, χαλαρώνομαι:интерес к этому остыл ἐπεσε τό ἐνδιαφέρον, χαλαρώθηκε τό ἐνδιαφέρον. -
19 небезынтересный
επ., βρ: -сен, -сна, -сно, με ενδιαφέρον, όχι χωρίς ενδιαφέρον. -
20 заинтересованность
το ενδιαφέρον, το συμφέρον, (стимул) το κίνητροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > заинтересованность
См. также в других словарях:
ενδιαφέρον — ενδιαφέρον, το οντος, πληθ. οντα 1. φροντίδα για κάτι, μέριμνα, μέλημα. 2. εξαιρετική προσοχή, ιδιαίτερη εντύπωση: Το νέο φάρμακο προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον. 3. ό,τι κινεί ιδιαίτερα την προσοχή, ό,τι δονεί την ψυχή: Η ταινία αυτή δεν έχει κανένα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδιαφέρον — το 1. φροντίδα, διάθεση για κάποιον ή κάτι («έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον») 2. ερωτική συμπάθεια 3. αυτό που κινεί την προσοχή («το βιβλίο έχει ενδιαφέρον») 4. συμφέρον («τα ενδιαφέροντα τών Μεγάλων Δυνάμεων στην περιοχή») … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek